- αντεμπιμπλημι
- ἀντεμπίμπλημιἀντ-εμπίμπλημιв виде возмещения или в свою очередь наполнять
(τέν οἰκίαν τῶν ἐπιτηδείων Xen.; ἀντεμπλησθῆναι νομίσματος Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τέν οἰκίαν τῶν ἐπιτηδείων Xen.; ἀντεμπλησθῆναι νομίσματος Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀντεμπλήσαντες — ἀντεμπίμπλημι aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντενέπλησαν — ἀντεμπίμπλημι aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεμπίμπλαιτ' — ἀντεμπίμπλαιτο , ἀντεμπίμπλημι 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεμπίπλαιτ' — ἀντεμπίπλαιτο , ἀντεμπίμπλημι 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)